- χαμόδρακας
- ο, Ν(μεγεθ·) μεγάλος δράκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. και λ. χαμ[αι]-) + δράκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαμόδρακας — ο μεγεθυντικό του χαμοδράκι, μεγάλος δράκοντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek
χαμοδράκι — το, Ν [χαμόδρακας] συν. στον πληθ. τα χαμοδράκια (λαογρ.) ποιμενικοί δαίμονες τών νεώτερων Ελλήνων, συναφείς ως προς τη μορφή και τις ιδιότητες με τον Πάνα και τους Σατύρους τών αρχαίων, οι οποίοι, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, παίρνουν τη μορφή… … Dictionary of Greek